πότημα

πότημα
πότημα (A), ατος, τό,
A flight, A.Eu.250 (πωτήμασι codd.).
------------------------------------
πότημα (B), ατος, τό, ([etym.] πίνω)
A draught, potion, Hp.Aff.18 (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.Fr.50 (pl.).
II pill, Paul.Aeg.3.20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πότημα — flight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότημα — (I) ήματος, τὸ, Α το πέταγμα («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον διώκουσ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τού πέτομαι* + κατάλ. ημα]. (II) ήματος, τὸ, ΝΜΑ καθετί που πίνεται, ποτό νεοελλ. υγρό φάρμακο… …   Dictionary of Greek

  • ποτημάτων — πότημα flight neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτήμασι — πότημα flight neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτήμασιν — πότημα flight neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτήματα — πότημα flight neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτήματι — πότημα flight neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτήματος — πότημα flight neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτηματοποιός — όν, Α αυτός που παρασκευάζει ποτά («γαλακτουργοὺς τρεῑς καὶ δέκα, ποτηματοποιούς ἑπτακαίδεκα», Παρμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πότημα (Ι), ήματος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”